- ἁλίπεδον
- ἁλίπεδονplain by the seaneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλίπεδον — Η ελώδης έκταση μεταξύ της Αθήνας και του Πειραιά, όπου στρατοπέδευσαν οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία. * * * ἁλίπεδον, το (Α) 1. αμμώδης πεδιάδα κοντά στη θάλασσα 2. (γενικά) πεδιάδα, κάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + πέδον «έδαφος, γη,… … Dictionary of Greek
ἁλιπέδοις — ἁλίπεδον plain by the sea neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιπέδῳ — ἁλίπεδον plain by the sea neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίπεδα — ἁλίπεδον plain by the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek